- συνομοιοπαθώ
- -έω, Ασυμπάσχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + όμοιοπαθῶ «βρίσκομαι σε όμοια κατάσταση με κάποιον άλλον» (< ὁμοιοπαθής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομοπαθώ — έω, Α συνομοιοπαθῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμοπαθῶ «παθαίνω ή αισθάνομαι τα ίδια με κάποιον άλλον»] … Dictionary of Greek